- κορυβαντειος
- κορυβάντειοςκορῠβάντειος3корибантский Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορυβάντειος — κορυβάντειος, εία, ον, ουδ. και κορυβαντεῑον (Α) [Κορύβας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Κορυβαντεῑον ο ναός τών Κορυβάντων («τό τε Κορυβαντεῑον τὸ ἐν τῇ Ἁμαξιτίᾳ τῆς νῡν Ἀλεξανδρέων χώρας ἐγγὺς… … Dictionary of Greek
Κορυβαντείων — Κορυβάντειος Corybantian fem gen pl Κορυβάντειος Corybantian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… … Dictionary of Greek
κορυβάντιος — κορυβάντιος, ία, ον (ΑM) [Κορύβας] 1. κορυβάντειος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορυβάντιον (κατά τον Θησ. Στεφ.) «περίθεμα κεφαλής ἐγκόσμιον, καλόν» … Dictionary of Greek